σταθμικῇ

σταθμικῇ
σταθμικός
by weight
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ημίδραχμον — ἡμίδραχμον, τὸ (Α) 1. μισή δραχμή 2. σταθμική μονάδα για φάρμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δραχμον (< δραχμή), πρβλ. δί δραχμον, τρί δραχμον] …   Dictionary of Greek

  • σταθμικός — ή, ό, ΝΑ [σταθμός] νεοελλ. φρ. «σταθμική ανάλυση» χημ. τεχνική ποσοτικής χημικής ανάλυσης κατά την οποία το άγνωστο συστατικό ενός δείγματος υλικού μετατρέπεται σε μια ουσία γνωστής σύστασης που μπορεί στη συνέχεια να αποχωριστεί και να ζυγιστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”